4. Ψαροσύνη.
Όμοια στη σκέψη κάθε ψαρά...
… ρουφώντας αργά, απολαυστικά, σαν τσιγάρο με τον απογευματινό καφέ μετά το χουζούρι, κάτω από την κληματαριά, στον κήπο που μοσχοβολά βασιλικά…..
Πρωτοδεύτερη σκέψη, μόνο μία….
Είναι συναίσθημα, τρυφεράδα, αγάπη, κατάθεση ψυχής; Δύσκολο κανείς να πιστέψει πως είναι δημιούργημα ενός πρωτόγονου ψαροκυνηγού. Απόσταγμα από σαρδελοζούμια που ο Μακελάρης ανακάτεψε με μελάνια... λίγο μετά, αφού είχε νικήσει εκείνος αυτή τη φορά το ψάρι.
Όποιος σε ξέρει ψαρά μου έστω και λίγο, εύκολα καταλαβαίνει και συνθέτει τις αντιφάσεις σου, τις αντιθέσεις σου που είναι ένα από τα κύρια συστατικά σου…
Ψαροσύνη.
Γεμάτη εικόνες ολοζώντανες…
Εικόνες, που όσοι την διαβάζουν έχουν δει πολλές φορές ίσως. Που όμως καμώνονται ότι δεν τους έχουν κάνει και μεγάλη εντύπωση, γιατί τις καταχώνιασαν στα γρήγορα στ’ απόκρυφα του νου τους, μη και τις πάρει κανείς και τις χάσουν.
Εικόνες ολοζώντανες παντού, σε κάθε σελίδα, σε κάθε παράγραφο, σε κάθε αράδα, μπρος και πίσω απ’ τα γραφούμενα. Σε κάθε ψάρεμα. Εικόνες καταπληκτικές η μια ζωντανότερη απ’ απ’ την άλλη. Σε κάθε ψαροσύνη.
Ποια εικόνα είναι η ομορφότερη; Όποια αρέσει καθενός, όποια ακουμπήσει την ψυχή του, όποια ρουφήξει αχόρταγα ο νους της ψυχής μέχρι να χορτάσει.
Δεν ξέρω ποια απ’ όλες να διαλέξω σαν τη καλύτερη μου. Xαράματα, ηλιοβασιλέματα, ανθισμένες κερασιές, ο συρταδόρος στη βροχή, κάτασπρες μηχανότραντες και πίσω τους ο ορίζοντας μπλαβής, τα νερά που παίρνουνε τη μορφή της λάβας εκεί που γίνεται ο πουνέντης φλόγα, το γρι γρι που κυλάει ερωτικά πάνω στα πορτοκαλιά στρωσίδια της, διστακτικά γατιά που πλησιάζουν για το μερτικό τους, το ακριβοθώρητο λέσο ψάρι «η κόκκινη» με την ουρά σα γοργόνι και την ολόχρυση πινελιά στο μέτωπο που έσπαζε περίτεχνα την κοκκινίλα ανάμεσα στα μεγάλα βαθυγάλανα μάτια της… κι όλο παρακάτω, γαλανό και άσπρο ασημί του μαργαριταριού …
Όλες είναι οι καλύτερες μου…μα ξεχωρίζω την πιο ψαράδικη. Μια γούρνα στο κυμοθάλασσο που όσο βάθαινε ανάβλυζε θάλασσα κι ο πατέρας να του ψαρεύει και να τη γεμίζει πέρκες, γιούλια και σπάρια… και ο σπόρος να ακούει ιστορίες για την ερωτευμένη λάμπενα. Μάλλον απόγιομα θάταν, πάνε σαράντα χρόνια…
Ψαροσύνη.
Γεμάτη ακούσματα ολοζώντανα.
…το δικό σου το βραχάκι τ’ ακλόνητο που το χτυπά η θάλασσα.
Εμένα θ’ ακούς έλεγε και ξανάλεγε ο γεροκοτζιάς όλο τσαντίλα… τ’ άκουσες μωρέ άτεχνε ;
Όλα για όλα μαρσί ρουφιάνα της φώναξα δυνατά σαν τον παλαβό που σκούζει μόνος του στο σκοτάδι… λίγο ακόμα και σ’ έφαγα ψάρι μου!
Μονάχα το χαλίκι στο σιγανό σπάσιμο του αντιμάμαλου έβαζε λαλιά και ψίθυρο στα άψυχα.
Ψαροσύνη.
Γεμάτη μυρωδιές ολοζώντανες.
…απ’ τον πεύκο που κουτρουβαλά ίσα με τη θάλασσα, τα βρεμένα χώματα, τις μυρουδιές απ’ τον ανθό της κερασιάς και το μέλι απ’ το καμπανάκι το κατακόκκινο το βορειοευβοιώτικο της Ψαρόεσας της πολυαγαπημένης μου με τα τσαγαλιά τα ξυλοτάβανα.
Ψαροσύνη.
Γεμάτη αισθήσεις.
Πραγματικές όμως. Αισθήσεις και συναίσθημα.
…και από ντροπή τάχα μη και κρατήσεις μόνο δικές σου τις γνώσεις που οι άλλοι φαντάζονται να τις έχεις υπερβολικές…
Τους λες πόσο απλά είναι τα πράγματα και πόσο πολύπλοκα συνάμα. Πόση αγάπη χρειάζεται, αληθινή από τα κατάβαθα.
Μου άφησε μια γλύκα μελένια σαν να γεύομαι γεύσεις ψυχής, ψημένα κάστανα το φθινόπωρο, ψωμί με βούτυρο και ζάχαρι το χειμώνα, παγωτό βανίλια το καλοκαίρι.
Κάθε που θέλω να ταξιδέψω μπαίνω στο καράβι σου ψαρά μου το καλοτάξιδο και φεύγω κοντά της!
Η ανάγκη σου να βρεις το δικό σου ψάρεμα που δεν έχασες ποτέ κι ας φοβήθηκες πολύ κάποια στιγμή πως τόχασες, σε πήγε στο μοίρασμα του με πολλούς.
Αυτή σου την ανάγκη την έκανες αράδες. Ψάρεμα. Ψαροσύνη. Χάρισες την αγωνία σου, αυτή που θάχεις πάντα, ακόμα κι όταν θα κλείνεις τα μάτια σου κοντά της ξεκινώντας το δικό σου ταξίδι, πολύ γλυκιά αγωνία, και μοναδικό της καταλάγιασμα, ο σπόρος σου ο μονάκριβος, ο λατρεμένος, που σου πήρε τα χνάρια και τα βαθαίνει. Τι πιο μεγάλη απόλαυση από τούτο; Πως θα μπορούσες να μπολιάζεις αν δεν κατείχες το μπόλι; Πως θα μπορούσες να μπολιάζεις αν δεν είχες στα μπόλια σου περίσσεμα;
Ετούτη είναι όλη κι όλη η Ψαροσύνη. Το δικό μου το ψάρεμα και το δικό σου ψαρά μου και φτάνουν και περισσεύουνε οι αράδες ετούτες για να την περιγράψουνε, μιας και το ψάρεμα το δικό μου δεν είναι βιβλίο να στο κρατώ και να μου το λες απ’ όξω κι ανακατωτά. Είναι κατάθεση ψυχής.
Ψαροσύνη.
Χειμώνας. Ένας συρταδόρος ξερακιανός μεγαλοψαράς ξεμπούκαρε αργά φασκιωμένος ίσα με τα ρουθούνια και χάθηκε στον ορίζοντα που μαύριζε. Έμεινε πίσω του η αυλακιά στη μπουνάτσα τη γυάλινη την παγωμένη. Xαρτί θαρρείς να γράψεις τα ατέλειωτα φαρμάκια σου πλάι της και τις χαρές που σούδωσε τις αλησμόνητες. Κατάγιαλα σηκώθηκε πούσι κι έκανε λούνι γιαλό και γης κι έγιναν ένα όλα κι αχταρμάς και θόλωσαν. Και μέσα από το γκρί το άχαρο του πλάστη, η μυρωδιά της γης χώθηκε απ’ τα ρουθούνια κι έφτασε στην ψυχή του ψαρά. Τον έκανε να μετανιώσει ξανά και ξανά για τις βλαστήμιες και για τη γκρίνια του.
Έγειρα πίσω κι ανασκουμπώθηκα. Ερημιά μεγάλη και κρύο. Δε μ’ ένοιαξε σταλιά.
Μονάχα ο Χανιώτης ο Νικολάκης πούχε έρθει να πιάσει λέει απόψε ψάρια. Αυτός μ’ ένοιαζε κάμποσο που θάτρωγε τη φάπα την αλυσμόνητη.
Νύχτωνε... Το μυαλό μου έτρεχε εκεί ξωπίσω στο γέρο το συρταδόρο κι ένοιωθα τη μισινέζα με το κοροϊδευτάρι του στο χέρι μου. Αντριώθηκα. Αυτός ήτανε ψαράς ψαράς και τον ζήλεψα. «Τώρα θα βαρέσει, τώρα θα βαρέσει... έχε το νου σου γέρο...»
Ένα αστροπελέκι, αλυσίδα θαρρείς πύρινη, έγραψε πίσω του... Κάπου εκεί μέσα χάλαγε ο Θεός τον κόσμο. Κι ο γέρος εκεί. Απίκο. Με το κοροϊδευτάρι στο χέρι ν’ αρμενίζει.
Πολύ τον ζήλεψα...
Όσο το φεγγάρι ετούτο του μήνα του βροχερού εγέμιζε κι όσο τα νερά εφούσκωναν κατάπλυμα παγωμένα πια και καβάλαγαν τα όρια κατάγιαλα στις αμμουδιές τις απάτητες επιτέλους και στις σκάλες, τόσο τα ψάρια ξέκοβαν σιγά σιγά ανοιχτότερα κι άντε και βρέστα.
Σε άλλα τόπια. Μακρινά και απάγκια. Άγνωστα. Γνωστά. Ποιός νοιάζεται; Κάθε χρόνο ίδια. Έπαιρναν κοντά τις απώλειες των συντρόφων τους απ’ τα εργαλεία τα ψαράδικα, θύμησες σωρό και γνώση για του χρόνου που θα ξαναλογαριάζονταν γιαλό με τους ψαράδες της.
Στ’ απόβρεχα μουράγια του τόπου μου του αγαπημένου, πλάκωσε μουγκάδα βαριά και πούσι παχιό κι αδιαπέραστο. Και σουέλ βουβό τις νύχτες απ’ το καθούρι που πέρασε και ξέσπασε αφήνοντας ξωπίσω του ανεψαριές και κρύα νάχουμε να θυμόμαστε στις ψαροκουβέντες τις χειμωνιάτικες. Θύμησες... νάτο το ψάρεμα. Γεμάτο θύμησες από ψαροσύνες κι ανεψαριές κουραστικές χαρμάνι.
Νάτην η ψαροσύνη.
Απόψε στη σκάλα του Άι Σώστη κρατούσε βροχή ασταμάτητη. Έκανε να ξαστερώσει νύχτες και νύχτες. Γκρίζο το στερέωμα μερόνυχτα τώρα, έκανε τις μέρες μικρότερες και τα σκοτάδια θαρρείς ατέλειωτα. Νάχεις να βολοδέρνεις ώρες περίσσεμα με τις πετονιές και να μάχεσαι τ’ αγιάζι και το μουσκίδι στις πλάτες σου. Και μέσα μέσα εκεί που έχεις πλαντάξει, νάσουτην η ψαροσύνη να σβήνει μονομιάς την πικρία της ανεψαριάς. Να τα ξεχνάς όλα σαν ψέματα. Σα να μην έγιναν ποτέ... σα να γράφτηκαν μια βραδιά στο κυμοθάλασσο και το ξημέρωμα τάσβησεν ο μπάτης.
Ένα τέτοιο μουσκεμένο απόγιομα που δεν έδινε να καταλάβεις την ώρα του, κίνησα ν’ ανταμώσω τα ψάρια της. Με μια χαρά ακαταλαβίστικια μέσα μου. Απόψε ένοιωθα πως είναι στα καλά της. Φουρφούρισε, μάνιασε, σκυλόπνιξε τον τόπο κι έκανε την ρηχοπατιά ισιάδα. Αεροδρόμιο. Μα μέρωσε πια... σα να μου φαίνεται πως μέρωσε κι από θηρίο ξαναγλύκανε. Γυναίκα ερωτοχτυπημένη έμοιαζε. Να σ’ αγκαλιάσει θαρρείς σύγκορμον. Να σε πλανέψει.
Φασκιώθηκα τις νιτσαράδες, γαλότσες και σκουφιά και σταυροκοπήθηκα να μ’ αξιώσει. Να βάλει το χέρι της πάνω στην κεφάλα μου την αγύριστη. Να πιάσω ψάρια.
Καθώς περνούσα απ’ το ξωκλλήσι του Άι Δαυίδ στις Κεφάλες ανταμώσαμε. Α ρε ρουφιάνα πλανεύτρα... Λαδιά ήτανε και γριζογάλανη όπως και τα ουράνια πάνω της. Ήμερη... Έκανα τ’ αμάξι στα χωράφια και κοντοστάθηκα. Σβάρνισα στο χαλίκι της να το χαλάσω πούτανε ισιαμένο πέρα ως πέρα και κάθησα κατάχαμα πλάι της. Α ρε ρουφιάνα... Έβρεξα τα χέρια μου κι έπλυνα τα μούτρα μου με την αρμύρα να τη νοιώσω πάνω μου. «Τράβα... τελείωνε... να πιάσεις τον τόπο νωρίς... τέλειωνε... θα σε πάρει η νύχτα.»
Κάτω στον Πλατανιά οι γέρικοι πλάτανοι, ανεμούριο φυσικό, θρόιζαν απαλά τις φυλλωσές και σκόρπαγαν τα ξεραμένα απομεινάρια τους αριστερά δεξιά. Τραμουντάνα μπλεγμένη. Μπερδεμένη.Καλή ήτανε. Όλοι οι βορινοί καλοί είναι. Έκανα κάμποση ώρα να πιάσω λιμάνι.
Νάμαστε. Ερημιές κι ερημιές. Ξεραΐλες.Τι στενοχώρια και δαύτη; Άντε τώρα να κάτσεις μονάχος σου να ψαρέψεις. Άγιε μου Σώστη σώσε με!
Ευτυχώς πούρθε το Νικολιό, αλλιώς πως δε θα το άντεχα. Σε ποιόνα τα τζαμπουνάς αυτά ορέ μονόχνωτε;
Ένας συρταδόρος ξερακιανός μεγαλοψαράς ξεμπούκαρε αργά φασκιωμένος ίσα με τα ρουθούνια και χάθηκε στον ορίζοντα που μαύριζε. Έμεινε πίσω του η αυλακιά στη μπουνάτσα τη γυάλινη. Έτσι, ξεκίνησε κι η ψαροσύνη. Με την έννοια για τον καιρό που έπαιζε μπερδεμένος και τα ψάρια.
Μόλις σκοτείνιασε καλά καλά και τα φώσφωρα στους κορφιάτες λαμποκόπησαν ήτανε όλα του συνεργείου του ψαράδικου στην πένα...! Κι αν πεις για τα δολώματα; Να τρώει η μάνα του ψαριού και του ψαριού να μη δίνει. «Ας δώσει να φάει η μάνα κι όχι το παιδί και τα λέμε...».
Φρίσσα παλούκι και κολλιοί. Ολόφρεσκα. Ανεμοτρατήσια. Παραγγελιά. Και κάτι αρματωσές γαϊδαρινές. Ανορθόδοξες. Αντιαθλητικές και πρωτόγονες. Ξυράφια όμως μαθές καλοτροχισμένα. Μάλιστα κύριε, καλοτροχισμένα. Κάθομαι και τα τροχάω τ’ αγκίστρια εγώ ο έρμος ψαρά μου! Κάθε τέτοια αρματωσιά που χάνετε στην ψαροσύνη, είναι μαχαίρι στην καρδιά και την τσέπα. Μαζί με τα στριφτάρια και βγάλε έξω το εργατικό γιατί δεν πιάνεται, 6 ευρώ παρακαλώ...!!! Σέντς παρακάτω... για να μην πω και λίγο παραπάνω... Τακίμι και πενηντάρικο. Κι αν πεις για κείνες που χάνονται ατουφέκιστες, εκεί είναι που σε πιάνουνε τα διαόλια σου.
Έπεσαν τα δολώματα, άλλα ανοιχτά κι αλλά από κοντά στο σκοτάδι κι έστησα τα καλάμια στην αναμονή και την καρτερία την αποψινή την ανέλπιστη, με τα φρένα ανάλογα των ψαριών που υπολόγιζα.
Αυτά τα φεγγάρια δε θάβρεις μπουλούκια τα ψάρια πέραν απ’ τα μεταναστευτικά που δεν έχουνε σπίτι και σταβέντο μόνιμο. Να πεις για λακέρδες, παλαμίδες, ρίκια, νταούκια, λεκατίκια και τα ρέστα που γιαλώνουνε κυνηγώντας, αυτά σήμερα είναι εδώ κι αν έβρουνε μάσα στέκουνε, αλλιώς πως αύριο αλλού και πάει λέγοντας. Ποτέ μόνιμα σε ένα σημάδι... ανάλογα την τροφή.
Φέτος η φρίσσα, ο γαύρος και η σαρδέλα που τα καλούν ήταν και είναι ελάχιστα και σκόρπια. Δυστυχώς. Δε βαριέσαι όμως... ψάρια νάναι κι ότι νάναι. Εξ’ άλλου με τις γύφτισες που ψαρεύω πλέον ότι κάτσει... από κατσαρίδες μέχρι μαγιάτικα κι από μαγιάτικα ίσα με οχταπόδια και καλαμάρια παρακαλώ... όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, αρκεί να βάλουνε κοντά τα μουσούδια τους.
Τώρα που είπα για οχταπόδια. Ρε τι καραγιαννάκι και κακό φέτος της επέστρεψα πίσω της ρουφιάνας; Αναρίθμητα! Σε κάθε ψάρεμα κι από δυό χούφτες καραγιαννάκια πίσω στη μάνα τους.
«Μου χρωστάς ρουφιάνα... μου χρωστάς και για τις καλωσύνες μου στα παιδιά σου και για τα ξενύχτια μου τ’ ανέψαρα...»
«Τι θες κι εσύ ρε Χανιώτη απόψε...;» έκανα στον μικρό. «Ένα δώρο κύριε Γιάννη...» αποκρίθηκε ο Χανιώτης κι έπεσε με τα μούτρα στις εργασίες... Κεριά και λιβάνια Χανιώτη. Κούνια που σε κούναγε... άκου εκεί δώρο... Αυτή ρε νέος δεν κάνει δώρο ούτε τ’ αγγέλου της, σε σένα θα κάνει;
Στις πρώτες κιόλας βολές παίξανε κυνήγια ανοιχτά κι αφουγκράστηκα καλά.
Τώρα τι ψάρια νάτανε ο Θεός κι ψυχή τους. Όσο πέρναγε η ώρα πάντως ξεμάκραιναν.
Παραπέρα ένα καλάμι γονάτισε και τα φρένα έφτασαν στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά. O Xανιώτης! «Α μαρσί ρουφιάνα που να σε πάρει και να σε σηκώσει... Λάθος ψαρά μαρσίιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι... σε μένα χρωστάς, αυτό το καραγιαννάκι είναι επισκέπτης!»
Βούτηξα την απόχη κι έτρεξα. Το ψάρι του ήταν εκεί μανιασμένο και γρήγορο. Δυνατό. Πιασμένο καλά.
Φαινότανε απ’ τον τρόπο που λύγαγε κοτσάμ δοξάρι τετράμετρο κι άδειαζε την μπομπίνα του μηχανισμού του.
Α από δω, να από κει, έδινε κάτι κατακόρυφες του σκοτωμού και πάλι ξαγνάντευε κι ερχότανε μαλλιοκούβαρα. Λυσασμένο πράμα... Κάποια φορά η παραβολή και το συνεχόμενο πρεσάρισμα σα να το κούρασαν και φάνηκε χαμηλά χαμηλά στο φως του προβολέα και προδόθηκε. Κουρασμένο. Πελαγικό. Φουριόζικο. Με γαλάζες ράχες. «Άντε ακόμα λίγο σκατόψαρο». Ανέβαινε κάνοντας κύκλους κι έφτασε και ξενέρισε σα σαμαδούρι με το κεφάλι κατά πάνω και όλο το κορμί του ποντισμένο θαρρείς από μολύβι. Ρίκι χοντρό. Εύκολο στο απόχιασμα αρκεί να τόχεις σκασμένο.
Ξωπίσω απ’ την απόχη με το ψάρι κάτι σερνότανε...! Μια δολωμένη αρματωσιά! Άλλο πάλι και τούτο... Τι είναι αυτό ρε νέος; «Αν αυτό κύριε Γιάννη είναι το πολλάγκιστρό μου, τρέμω να σκεφτώ από που είναι πιασμένο το ψάρι στην απόχη»
Αχ μαρσί ρουφιάνα και ξανά μανά αχ... Το δώρο που λέγαμε!
«Κωλόψαρο εζήτησες και έλαβες», του είπα. Τώρα ήρθε η σειρά του παλιακού που λέει κι ο Ναπολέοντας ο φίλος μου ο καρδιτσώτης.
Ξαφνικά άφρισε ο τόπος... λες κι έσκασε φουρνέλο! Λαχτάρησα!!! Ψάρια... Βγήκανε στον αφρό κι ο ανάβαλος, έμοιαζε νάχουνε κάτι ζωσμένο και να το μακελεύουνε... Πήρα έξω τα καλάμια στα γρήγορα κι έκανα βολές απ’ αρχής τακτικές στα σημάδια που έπαιξαν... μα μέχρι να αποσώσω είχανε πατώσει.
Ορέ λαχτάρα νυχτιάτικο... τα εργαλεία έστεκαν ακούνητα. Ήμουνα σχδόν σίγουρος πως θα βάραγε από λεπτό σε λεπτό.
Ανάθεμα τη σιγουριά μου. Τίποτα! Χώθηκα στ’ αυτοκίνητο. Ξανάρχισε βροχή και μέσα στο ριτίδιασμά της ο συρταδόρος ξαναχώθηκε στο σταβέντο νύχτα πια περασμένη. Χαρά στα κουράγια του... Νάχε πιασμένα λες ψάρια;
Ξαναδόλωνα και γινόμουν μουσκίδι συχτιρίζοντας όταν με την άκρια του ματιού μου κατάλαβα χτύπημα ψαριού. Παράτησα την αρματωσιά μισοδολωμένη κάτω και στέγνωσα τα χέρια μου. Πήγα κοντά κι έσυρα την απόχη σιγά σιγά λες και θα μ’ άκουγε... Όρε μούρλα... πάω χαμένος.
Έδωσε τώρα δα μια γερή κατεβασιά δίπλα μου καθώς το παρακολούθαγα και το κάρφωσα με τη μισινέζα στο χέρι πριν πάρω το καλάμι απ’ το θηκάρι του. Έκανε πίσω με δύναμη. Τι σκατό ήτανε πάλι αυτό; Κέφαλος. Μονάχα αυτός θα μπορούσε νάναι. «Βρε κάτσε να σε βάλω άχρηστε στην απόχη...», που αυτός; Eδώ έκανα εγώ, στην αντίθετη πάντα εκείνος. Μ’ έκανε τελικά να γονατίσω για να τον πάρω μέσα. Ατίθασος και χοντροκομμένος. Με τα μάγουλα ολόχρυσα. Ωραίο ψάρι κι ακόμα ωραιότερο όταν τόχεις παρμένο από νωρίς.
Πίσω κωλόψαρο Χανιώτη και σ’ έφαγε ο παλιακός... πίσω νέος... άκου εκεί δώρο. Βρε ούστ.
Απόψε σαν κάτι να μου ψιθύριζε στ’ αυτί η ρουφιάνα μα δεν πολυκαταλάβαινα... ήταν κι αυτή η κολοβροχή... Για τώρα μούλεγε ή για το ξημέρωμα δεν ξεχώριζα. «Ρουφιάνα θα με κάνεις να το φάω το ξενύχτι ολάκερο και τζάμπα απόψε και θα τ’ ακούσεις τα σχολιανά σου...» Ναι... λες και θάναι πρώτη φορά μπάρμπα. Άντε να περιμένω λίγο ακόμα. Να φάω και λίγια βροχή μπας και με λυπηθεί... «Εγώ ρουφιάνα δώρα δε ζητάω... μονάχα τα χρωστούμενα.» Καλά, πρόσεχε μη σε λογαριάσει κορόιδο! Βρε σου λέω δεν έχει μπέσα... τράβα για υπνο!
Γέμισαν τα ρουθούνια μου καμένο ξύλο και ιώδιο καθώς η βρόχα λιανή και συνεχόμενη ανασκάλευε το πούσι κι έκανε όλες τις μυρουδιές χαρμάνι με την ησυχία.
Νέκρα. Περίμενα, περίμενα, άλλαξα δολωσές, ξανάκανα ριξιές στα σημάδια μου... τίποτα. Ένας γκαβός μουγίλος και ένα «δώρο»... αυτά ήτανε και εις άλλα με υγεία.
Μωρέ τόκοψα στον ύπνο και πήγε το χουζούρι σφεντόνα και σηκωμό δεν έιχα ο γέροντας. Ακόμα έριχνε. Και μακριά στο Βόλο οι αλυσίδες έκοφταν μέσα μέσα τα σκοτάδια. Πίσω ο μικρός ξεροστάλιαζε να πιάσει ψάρια. Νέος βλέπεις.
Άντε να ξαναφασκιωθώ να ξαναβραχώ μπας και μου λείψει... Άντε ρουφιάνα...
Τα καλάμια έστεκαν ξαρμάτωτα καλοπλυμένα με το βρόχινο κι ακούνητα. Με τα φώσφωρα ξεθυμασμένα. Ξεδιάλεξα κολλιούς και φρίσσες που έστεκαν καλά και δόλωσα απ’ αρχής έχοντας το νου και τ’ αυτιά μου ανάμεσα στο ρεστίο πούσκαζε ήμερο στο μουράγιο. Τα νερά ήτανε φουλ ίσα με τα μπούνια.
Έριξα και περίμενα παράμερα ακούγοντας τη γκρίνια του Νικολάκη για τα ψάρια που δεν τρώγανε το φαί τους. Καλά που το εξακρίβωσε το παιδί, γιατί είχα αμφιβολίες!
Τέλος πάντων...
Πίσω στην ψαροσύνη το λοιπόν. Το ψάρεμα δηλαδή το δικό μου το ανασούμπαλο, όχι το βιβλίο... και το λέω αυτό γιατί η ψαροσύνη μόνο βιβλίο δε γίνεται.
Τα ψάρια αν ήτανε να φανούν στα δολώματα, τώρα θάδειχναν τις διαθέσεις τους.
Κι έτσι έγινε! Να μην έχεις από που να μαζέψεις τα μυξηνάρια. Και κάθε μυξίνος αρκουδοκέφαλος να κάνει αρματωσές κι απόχες μαλλιοκούβαρα. Ιδρωκόπησα.
Σφαγή στο ίσωμα. Μακελειό. Πήγε το λέπι και τα αίματα σύγνεφο κι έγιναν όλα παρέα με τη βροχή σαλάτα. Ούτε που θυμάμαι πόσα ψάρια βαρέσανε ετούτο το ξημέρωμα το χειμωνιάτικο, ούτε που θυμάμαι πόσες φορές γονάτισα και σιχτίρισα στην απόχη, νετάροντας και ξαρματώνοντας. Μύλος... πάνε κι αρματωσούλες μου έγιναν κοκορέτσια, πάνε κι αποχούλες μου εγίνανε κουρέλια, νάχουμε να ματίζουμε να παιρνούνε οι ώρες ευχάριστα μη χέσω.
Βρε ψαράς και γκρίνια πάνε παρέα ψαρά μου. Ούτε στο κρύο με βρίσκεις, ούτε στη ζέστα. Μην ακούς... Τα ψάρια έκαναν όλή ετούτη τη γκρίνια την ψεύτικια γλύκα και χαμόγελο ίσα με τ’ αυτιά. Αυτή είναι η αλήθεια και οι αρματωσές και οι απόχες να πάνε να ξοδεύονται... και να κουρεύονται. Ματσούκια ψάρια. Στο κιλό τα μικρότερα, ίσα με δυο κιλά τα μεγαλύτερα. Και το φρένο το ρημαδόφρενο πουθενά. Χαμένο εκεί κάπου ανάμεσα στα πόδια και στο γκάζι. Καθένα απ’ αυτά τα ματσούκια είχε κι από δυο μασούρια αυγοτάραχο στις κοιλιές του και καθένα απ’ αυτά τα μασούρια εκατομμύρια μυξήνους. Αυτό άμα σκεφτείς καλά επαρμένε μου μονοφαγά και φαταούλα, θα τόβρεις το φρένο ελπίζω μιας και κάποιες ψυχές τόχασαν πια πέρα ως πέρα.
Κάποια στιγμή τα ψάρια κόψανε και η φύση έβαλε το φρένο εκείνη πρωτίστως για να προφτάσει αυτά που ο άνθρωπος δε λογαριάζει σταλιά. «Έχει τον τρόπο η φύση Γιάννη μου να προστατεύει τα παιδιά της...» κι αυτό δεν τόπε ψαράς να ξέρετε. Τόπε γυναίκα που με γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά.
Όσο μαζευόμουνα και συμμάζευα τ’ ασυμμάζευτα, τόσο κι βροχή κόπαζε. Ίσα που την ένοιωθες σαν ψεκάδα της τραμουντάνας στα μούτρα. Τόση όση χρειαζότανε μαζί με το χάραμα και τ’ αγιάζι το εωθινό να σου παγώσει αυτιά και μάγουλα που περίσσευαν αφάσκιωτα. Ξημέρωνε. Σιγά σιγά ξημέρωνε. Κι εκεί απάνω στο λιγοστό το φως το αργοπορημένο, ο ψαροφάς μου ο μπαρουτοκαπνισμένος ο παλιακός φερμάρισε. Κι από κοντά στο φτερό ίσα με να τον πάρω στα χέρια, ένα ακόμα καλάμι παραπέρα απ’ τα δεξιά. Τώρα γονάταγαν και τα δυό μαζί κι έκαναν τόξο μεγαλόπρεπο μπροστά στα μάτια μου. Τα φρένα έσκουξαν απ’ όλες τις πάντες μανιασμένα κι οργιές οργιές οι κατακόκκινες μισινέζες, μοναδικές ζεστές πινελιές σε τούτη ολάκερη τη γκρίζα ζωγραφιά τη θαλασσινή, ξεκίνησαν για το μακάβριο κάθε φορά ταξίδι τους στα σωθικά της γαλανής της κυρά θάλασσας. Να της στερήσουνε ακόμα ένα απ’ τα παιδιά της τα μεγαλόχαρα. Ένα; Ένα για δύο; Έλα ντε;
Και τόκαναν... με το ζόρι βέβαια, αλλά εν τέλη τόκαναν! Όχι κι δυο βέβαια, η μια απ’ τις δυο, αλλά ποσώς μας ένοιαξε...
Πριν προφτάσω να νοιώσω τι γίνεται, ένα ψάρι λυσσάρικο πετάχτηκε μα το Σταυρό μπροστά μου στα δέκα μόλις μέτρα! Ξεγυρισμένο! Κι είχε σηκώσει παρέα στα τσαούλια του τα μακελεμένα τις πετονιές και των δυονών των καλαμιών. Που να σε πάρει και να σε σηκώσει κωλόψαρο... σε ποιά απ’ τις δυό τις αρματωσιές είσαι πιασμένο; Σε πιο απ’ τα δυο καλάμια; Kι όλα αυτά να τα λύσεις ψαρά μου στο φτερό. Στο δευτερόλεπτο, μιας και λάθος δε θα σου συχωρέσει η ρουφιάνα κανένα και να το ξέρεις. Στο λέω εγώ που ξέρω από λάθη ατέλειωτα.
Ψαλίδι ψαλιδάκι μου... Ρε ποιός είδε το χάροντα και δεν τον εφοβήθηκε; Πήρανε τα ψαλίδια φωτιά. Έκοψα και τις δυο μισινέζες στα γρήγορα και πήρα στα χέρια αυτήνα του ψαροφά μου που γονάτισε πρώτος. Αυτό έκανα κι άφησα τις ελπίδες για τις επιλογές μου στη θάλασσα.
Η πετονιά στα χέρια μου αγαντάρησε και ο ιδρώτας στα μούτρα μου επιτέλους στέγνωσε. Αβάρα τώρα. Φέρμα αυτό; Λέβα εγώ! Σα και κείνους τους βλάχους. Άμα δεν έχεις τίποτα να του δώσεις ψαρά μου, απλά δε του δίνεις! Τι άλλο; Δώστου να καταλάβει όμως! Αυτό είναι το ψάρεμα. «Στη μια την άκρια του νήματος αυτό και στην άλλη εσύ». Να νοιώθεις όλη του τη δύναμη κι όλον του τον αγώνα για την επιβίωση στα ακροδάχτυλα και η καρδούλα σου να πεταρίζει όπως παλιά για το σπάρο εκεί στο κυμοθάλασσο που σου μάθαινε ο πατέρας σου να την αγαπάς. Αυτό είναι το ψάρεμα το δικό μου κι έτσι τόμαθα. Χωρίς να το διαβάσω σε βιβλία, απλά γιατί δεν γράφεται. Τόσο απλά. Εύκολα. Ετούτη είναι η ψαροσύνη μου, όπως την έχω εγώ καλά φυλαγμένη στο πιο ζεστό ζεστότερο κομμάτι της καρδιάς μου.